- Σατουρνιανός
- ο, Ν [Σατουρνίνος]συν. στον πληθ. οι Σατουρνιανοίαιρετικοί, οπαδοί τού Σατουρνίνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σατορνιλιανός — ὁ, Α [Σατουρνίνος] οπαδός τού Σατουρνίνου, Σατουρνιανός … Dictionary of Greek